ενθυλακώνω

ενθυλακώνω
μετ. класть в карман; присваивать; прикарманивать (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενθυλακώνω" в других словарях:

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • ενθυλάκωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ενθυλακώνω, το τσέπωμα, ο σφετερισμός χρημάτων που δεν ανήκουν σε αυτόν που ενεργεί την ενθυλάκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»